- ατίμασμα
- το [ατιμάζω]1. ατίμωση, περιφρόνηση2. βιασμός, διακόρευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κηλίδωση — η (Μ κηλίδωσις) [κηλιδώ] λέρωμα, ρύπανση νεοελλ. μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση τής υπόληψής του») … Dictionary of Greek